Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιχ [kíx] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη, κυρίως δε βγάζω ~ / δε λέω ~ / δεν κάνω ~, δε λέω τίποτα, δε βγάζω ούτε λέξη, από ατολμία ή από φόβο, αλλά και ως ένδειξη αντοχής στον πόνο σε περίπτωση σωματικής δοκιμασίας.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κίχλα η,
- βλ. κίχλη.
[Λεξικό Κριαρά]
- κιχλάτος, επίθ.
-
- Που έχει το χρώμα της τσίχλας, κιτρινωπός:
- (Ορνεοσ. 57710).
[<ουσ. κίχλη + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Meursius]
- Που έχει το χρώμα της τσίχλας, κιτρινωπός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κίχλη η [kíxli] Ο30 : (ζωολ.) η τσίχλα.
[λόγ. < αρχ. κίχλη]
[Λεξικό Κριαρά]
- κίχλη η· κίχλα.
-
- Το πουλί τσίχλα:
- (Αιτωλ., Μύθ. 313), (Πουλολ. 598).
[αρχ. ουσ. κίχλη. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)· τ. τσίχλα κοιν.]
- Το πουλί τσίχλα:



