Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιτρινωπός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτρινωπός -ή -ό [kitrinopós] Ε1 : που είναι ελαφρά κίτρινος, υποκίτρινος: Kιτρινωπή απόχρωση.

[κίτριν(ος) -ωπός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go