Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιτρινο
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτρινο- [itrino] & κιτρινό- [itrinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του κίτρινου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: κιτρινόμαυρος, κιτρινόξανθος, ~πράσινος. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει κίτρινο χρώμα: ~μάγουλος, ~μούρης. 3. σε σύνθετες λέξεις που αποτελούν την κοινή ή προφορική ονομασία ζώων ή φυτών: ~λούλουδο, κιτρινόξυλο, ~πούλι.

[ελνστ. κιτρινο- θ. του επιθ. κίτρινο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. κιτρινο-ειδής `που έχει το χρώμα του κίτρου΄, μσν. κιτρινό-χρυσος]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρινοβαμμένος, επίθ.
  • Κίτρινος, χλομός:
    • τα μάγουλα τα κιτρινοβαμμένα (Ερωτόκρ. Β´ 1447).

[<επίθ. κίτρινος + μτχ. παρκ. του βάφω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρινοβυσσινάτος, επίθ.
  • Που έχει χρώμα κίτρινο και βυσσινί:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1853).

[<επίθ. κίτρινος + *βυσσινάτος]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρινογένης, επίθ.· κιτιρνογένης.
  • Που έχει γένια κιτρινωπά:
    • (Συναδ. φ. 15r).

[<επίθ. κίτρινος + ουσ. γένι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτρινοπράσινος -η -ο [kitrinoprásinos] Ε5 : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο κίτρινο και στο πράσινο ή που προέρχεται από ανάμειξη αυτών των δύο χρωμάτων.

[κιτρινο- + πράσινος]

[Λεξικό Κριαρά]
κίτρινος, επίθ.· κίτερνος.
  • Κίτρινος:
    • βαμμένα όλα ήσασιν κίτρινα με τον κρόκον (Διγ. Α 3738
    • ήτον χλομοί και κίτρινοι κι ωσάν αποθαμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16218).
  • Το ουδ. του επιθ. στον πληθ. ως ουσ. = χρήματα, φλουριά:
    • εκουδούνιζε … το σακούλι του με κίτρινα γεμάτο (Κατζ. Α´ 196).

[μτγν. επίθ. κίτρινος. Τ. κίτιρνος σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κίτρινος -η -ο [kítrinos] Ε5 : 1α. που έχει το χρώμα του ώριμου λεμονιού: Kίτρινα τριαντάφυλλα. Kίτρινη μπλούζα. Tα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου. Tα κίτρινα στάχυα. || Kίτρινη κάρτα*. || Kίτρινη φυλή, μία από τις τέσσερις φυλές στην οποία ανήκουν οι Kινέζοι, οι Iάπωνες και οι Mογγόλοι, με κύριο χαρακτηριστικό το κιτρινωπό χρώμα της επιδερμίδας και τα σχιστά μάτια. ~ κίνδυνος, ως πολιτικό σύνθημα, για τον πιθανό κίνδυνο εξάπλωσης της κίτρινης φυλής σε βάρος του δυτικού κόσμου. ~ πυρετός, οξεία λοιμώδης νόσος των τροπικών και υποτροπικών χωρών. ΦΡ ~ τύπος, χαρακτηρισμός εντύπων, κυρίως εφημερίδων, που επιζητούν την αύξηση της κυκλοφορίας τους με σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα. κίτρινοι εργάτες, απεργοσπάστες. β. για πρόσωπο ωχρό, χλωμό: Ήταν ~ και πολύ αδύνατος. Έγινε ~ σαν (το) λεμόνι / σαν (το) κερί. Ήταν κίτρινη από το φόβο. 2. (ως ουσ.) α. το κίτρινο: α1. το κίτρινο χρώμα: Tέσσε ρα είναι τα βασικά χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο και το γαλάζιο. Tο κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους. || για ρού χα: Σου πάει πολύ το κίτρινο. Ήρθε ντυμένη στα κίτρινα. α2. το κίτρινο μέρος ενός αντικειμένου: Tο κίτρινο του αυγού. α3. το κίτρινο φανάρι του φωτεινού σηματοδότη που συνιστά στα οχήματα προσοχή και ετοιμότητα: Mην περνάς με κίτρινο. β. οι Kίτρινοι, οι άνθρωποι της κίτρινης φυλής. κιτρινούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. κιτρινούτσικος -η -ικο YΠΟKΟΡ. κιτρινούλικος -η -ικο YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. κίτρινος `που έχει το χρώμα του κίτρου΄· κίτρι ν(ος) -ούλης· κίτριν(ος) -ούτσικος· κίτριν(ος) -ούλικος]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρινοφυλλιάζω.
  • Κιτρινίζω σαν τα φύλλα του φθινοπώρου:
    • (Νεκρ. βασιλ. 71).

[<επίθ. κίτρινος + ουσ. φύλλο + κατάλ. ιάζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρινοχλομιαίνω.
  • Γίνομαι κατάχλομος:
    • αν αγρινιάζει, δεν θωρεί και κιτρινοχλομιαίνει (Συναξ. γυν. 259).

[<κιτρινίζω + χλομιαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κιτρινόχροιος, επίθ.
  • Που έχει κίτρινο χρώμα:
    • πτερόν του παγωνιού βαμμένον κιτρινόχροιον (Ιμπ. 393).

[<επίθ. κίτρινος + ουσ. χροιά. Λ. χρους τον 9. αι.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες