Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιτρινιάρης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κιτρινιάρης, επίθ.
  • Κίτρινος στην όψη:
    • (Μαχ. 59418).

[<επίθ. κίτρινος + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιτρινιάρης -α -ικο [kitriáris] Ε9 : (μειωτ.) που έχει αρρωστημένο κίτρινο χρώμα στο πρόσωπο: Παραλίγο να μην τον γνωρίσω, έτσι αδύνατος και ~ που ήταν. || (ως ουσ.).

[μσν. κιτρινιάρης < κίτριν(ος) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go