Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτρινίλα η [kitriníla] Ο25α : είδος κιτρινωπού λεκέ επάνω σε μια άσπρη συνήθ. επιφάνεια (ύφασμα, τοίχο κτλ.). || νοσηρή ωχρότητα του προσώπου.
[κίτριν(ος) -ίλα]



