Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιτρίνισμα το [kitrínizma] & κιτρίνιασμα το [kitrí
azma] Ο49 : η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κιτρινίζω. [κιτρινισ- (κιτρινίζω), κιτρινιασ- (κιτρινιάζω) -μα]