Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κισμέτ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κισμέτ το [kizmét] Ο (άκλ.) : η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία.

[τουρκ. kιsmet < αραβ. qismah]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go