Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιουρί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιουρί το [kurí] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας.

[λόγ. < γαλλ. curie < ανθρωπων. (Marie) Curie (Γαλλίδα φυσικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες