Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιννάβαρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιννάβαρι το [kinávari] Ο γεν. κινναβάρεως : (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό του υδραργύρου.

[λόγ. < αρχ. κιννάβαρι]

[Λεξικό Κριαρά]
κιννάβαρι το.
  • 1) Ερυθρός θειούχος υδράργυρος που χρησιμοποιείται ως κόκκινο χρώμα:
    • τα χείλη του ήσαν κόκκινα, κιννάβαρι βαμμένα (Ιμπ. 83).
  • 2) Kόκκινη μελάνη:
    • οικειοχείρως … εποίησε σταυρούς τρεις μετά κινναβάρεως εις το ανώτερον του χρυσοβούλου μέτωπον (Ψευδο-Σφρ. 36622).

[μτγν. ουσ. κιννάβαρι. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go