Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κινητήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινητήρας ο [kinitíras] Ο2 : μηχανή που παράγει κίνηση από τη μετατροπή μιας μη μηχανικής ενέργειας σε κινητική: Ο ~ της μηχανής του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου. Kινητήρες εσωτερικής / εξωτερικής καύσης. Δίχρονος / τετράχρονος ~. Yδρόψυκτος / αερόψυκτος ~. Aπόδοση του κινητήρα. Aνωμαλία / βλάβη του κινητήρα.

[λόγ. < αρχ. κινητήρ, αιτ. -ῆρα `που ξεκινά κτ.΄ σημδ. γαλλ. moteur & αγγλ. motor]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go