Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιμπούτς το [kibúts] Ο (άκλ.) : συλλογική μορφή έγγειας ιδιοκτησίας στο Iσραήλ. || η αντίστοιχη έκταση.
[λόγ. < αγγλ. kibbutz < νεότ. εβρ. kibbūs (στη νέα σημ.) < παλ. σημ.: `συγκέντρωση΄]



