Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιμπούτς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιμπούτς το [kibúts] Ο (άκλ.) : συλλογική μορφή έγγειας ιδιοκτησίας στο Iσραήλ. || η αντίστοιχη έκταση.

[λόγ. < αγγλ. kibbutz < νεότ. εβρ. kibbūs (στη νέα σημ.) < παλ. σημ.: `συγκέντρωση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες