Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιμονό το [kimonó] Ο (άκλ.) : 1. παραδοσιακό γιαπωνέζικο ένδυμα, μακρύ ως τους αστραγάλους, σταυρωτό μπροστά, χωρίς ραφές, με πολύ φαρδιά μανίκια που αποτελούν συνέχεια του υπόλοιπου ενδύματος, το οποίο συγκρατείται στη μέση με φαρδιά ζώνη. 2. κάθε ένδυμα όμοιο προς το αντίστοιχο γιαπωνέζικο, κυρίως ως προς το σχέδιο. || (παρωχ.) μανίκια ~, τα ζαπονέ.
[λόγ. < γαλλ. kimono < ιαπων. kimono]



