Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιγκλίδα η [kiŋglíδa] Ο26 : (λόγ.) το κάγκελο.
[λόγ. < αρχ. κιγκλίς, αιτ. -ίδα `κιγκλίδωμα΄, αρχ. σημ.: `δίφυλλη δικτυωτή πόρτα στο δικαστήριο΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. κιγκλίς, αιτ. -ίδα `κιγκλίδωμα΄, αρχ. σημ.: `δίφυλλη δικτυωτή πόρτα στο δικαστήριο΄]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |