Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κηφήνας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηφήνας ο [kifínas] Ο2 : 1. η αρσενική μέλισσα: Aποκλειστικός προορισμός των κηφήνων είναι η γονιμοποίηση της βασίλισσας. 2. (μτφ.) άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει σε βάρος των άλλων.

[λόγ. < αρχ. κηφήν, αιτ. -ῆνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go