Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηρύκειον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κηρύκειον το.
  • 1) Ραβδί του κήρυκα:
    • (Βίος Αλ. 3356).
  • 2) Σύμβολο του κήρυκα ή κάλυμμα της κεφαλής κήρυκα (πιθ. από παρανόηση):
    • (αυτ. 1257).

[αρχ. ουσ. κηρύκειον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες