Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κηρύκειο το [kiríkio] Ο40 : έμβλημα του Ερμή, ραβδί από κλαδί δάφνης ή ελιάς με δύο μικρά φτερά στο επάνω άκρο του και δύο φίδια να τυλίγονται γύρω από αυτό, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πρέσβεων και των κηρύκων κατά την αρχαιότητα.
[λόγ. < αρχ. κηρύκειον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κηρύκειον το.
-
- 1) Ραβδί του κήρυκα:
- (Βίος Αλ. 3356).
- 2) Σύμβολο του κήρυκα ή κάλυμμα της κεφαλής κήρυκα (πιθ. από παρανόηση):
- (αυτ. 1257).
[αρχ. ουσ. κηρύκειον]
- 1) Ραβδί του κήρυκα:



