Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηπουρός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηπουρός ο [kipurós] Ο17 θηλ. κηπουρός [kipurós] Ο34 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την καλλιέργεια και την περιποίηση των κήπων.

[λόγ. < αρχ. κηπουρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
κηπουρός ο· κηπωρός.
  • Αυτός που φροντίζει τον κήπο, περιβολάρης:
    • (Ερωτοπ. 528), (Καλλίμ. 286).

[αρχ. ουσ. κηπουρός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες