Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηπουρικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κηπουρικός, επίθ.
  • 1) Που αναφέρεται στην καλλιέργεια του κήπου:
    • κηπουρικήν … τέχνην (Προδρ. III 97-1 χφφ PK κριτ. υπ).
  • 2) Που προέρχεται από τον κήπο:
    • σευτλόρριζα άγρια ή κηπουρικά (Ορνεοσ. αγρ. 54420).

[αρχ. επίθ. κηπουρικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηπουρικός -ή -ό [kipurikós] Ε1 : που αναφέρεται, που έχει σχέση με την εργασία του κηπουρού: Kηπουρικά εργαλεία. || (ως ουσ.) η κηπουρική, η ενασχόληση με την καλλιέργεια του κήπου.

[λόγ. < αρχ. κηπουρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες