Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κηπευτικός, επίθ.
-
- Που καλλιεργείται στον κήπο:
- πήγανον κηπευτικόν (Ορνεοσ. αγρ. 5468).
[μτγν. επίθ. κηπευτικός. Η λ. και σήμ.]
- Που καλλιεργείται στον κήπο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κηπευτικός -ή -ό [kipeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κήπο και κυρίως που καλλιεργείται σε κήπο: Kηπευτικά προϊόντα. || (ως ουσ.) τα κηπευτικά, τα λαχανικά.
[λόγ. < ελνστ. κηπευτικός]



