Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηπευτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κηπευτής ο.
  • Κηπουρός:
    • (Γλυκά, Στ. Β´ 79).

[<κηπεύω + κατάλ. τής. Η λ. σε Γλωσσάρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες