Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κηλεπίδεσμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηλεπίδεσμος ο [kilepíδezmos] Ο19 : ειδικός επίδεσμος ή ζωστήρας με τον οποίο συγκρατείται η κήλη.

[λόγ. κήλ(η) + επίδεσμος μτφρδ. γαλλ. bandage herniaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go