Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεχριμπάρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεχριμπάρι το [kexribári] Ο44 : κοινή ονομασία για το ήλεκτρο. || (σαν) ~, που έχει το κιτρινωπό χρώμα του ήλεκτρου. || Ρετσίνα ~, με ωραίο, κίτρινο, διαυγές χρώμα.

[τουρκ. kehribar (από τα περσ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go