Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεχαγιάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεχαγιάς ο [kexajás] Ο1 : (προφ., μειωτ.) αυτός που επιμένει να ελέγχει την εργασία ή τη συμπεριφορά κάποιου: Δε θέλω κεχαγιάδες πάνω από το κεφάλι μου. Δε θα σε βάλω κεχαγιά.

[τουρκ. διαλεκτ. kehaya `διαχειριστής, αρχηγός των άλλων υπηρετών΄ (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Κριαρά]
κεχαγιάς ο· γιαχαγιάς· κιαχαγιάς.
  • 1) Τιτλούχος της σουλτανικής αυλής:
    • εκ των γιαμπάσηδων και των κεχαγιάδων επορεύθησαν του ενεγκείν τον σουλτάν Σελίμην (Έκθ. χρον. 5318).
  • 2) Γραμματέας ανώτατου αξιωματούχου:
    • (Λεηλ. Παροικ. 347).
  • 3) Aξιωματικός του οθωμανικού ιππικού:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24326).

[<τουρκ. kehaya <περσ. kethüda. Ο τ. κια‑ στο Somav. (αϊάς) και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες