Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεφτές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφτές ο [keftés] Ο13 : (μαγειρ.) είδος φαγητού που παρασκευάζεται από κιμά, ο οποίος ζυμώνεται με διάφορα καρυκεύματα και πλάθεται σε μικρές μπαλίτσες που τηγανίζονται σε καυτό λάδι: Zυμώνω / πλάθω / τηγανίζω τους κεφτέδες. || Kεφτέδες στο φούρνο με πατάτες. κεφτεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. köfte (από τα περσ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go