Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεφαλόβρυσο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλόβρυσο το [kefalóvriso] Ο41 : πηγή από την οποία αναβλύζει άφθονο νερό· κεφαλάριII.

[κεφαλο- + βρύσ(η) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go