Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλοκλείδωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλοκλείδωμα το [kefaloklíδoma] Ο49 : είδος λαβής στην πάλη, κατά την οποία ο παλαιστής ακινητοποιεί το κεφάλι του αντιπάλου του με την κλείδωση του αγκώνα.

[κεφαλο- + κλειδώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες