Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεφαλαιοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεφαλαιοποίηση η [kefaleopíisi] Ο33 : μετατροπή ενός χρηματικού ποσού ή μιας οικονομικής αξίας σε κεφάλαιο: ~ των τόκων, ενσωμάτωση στο κεφάλαιο όλων των τόκων που προήλθαν από αυτό.

[λόγ. κεφαλαιοποιη- (κεφαλαιοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go