Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κερώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερώνω [keróno] -ομαι Ρ1 : 1. καλύπτω μια επιφάνεια με κερί για να την κάνω αδιάβροχη. 2. χλωμιάζω, κυρίως από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα: Mόλις του το είπε, κέρωσε. Tο πρόσωπό του / η όψη του κέρωσε.

[κερ(ί) -ώνω (πρβ. ελνστ. κηρῶ `επαλείφω με κερί)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go