Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδώος -α -ο [kerδóos] Ε4 : μόνο στη ΦΡ ~ Ερμής, ως μετωνυμία του εμπορίου ή γενικότερα μιας δραστηριότητας που έχει ως αποκλειστικό σκοπό το κέρδος: Θυσίασε την επιστημονική του καριέρα στον κερδώο Ερμή.
[λόγ. < αρχ. Ἑρμῆς κερδῷος `που φέρνει κέρδος΄]



