Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερδώος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερδώος -α -ο [kerδóos] Ε4 : μόνο στη ΦΡ ~ Ερμής, ως μετωνυμία του εμπορίου ή γενικότερα μιας δραστηριότητας που έχει ως αποκλειστικό σκοπό το κέρδος: Θυσίασε την επιστημονική του καριέρα στον κερδώο Ερμή.

[λόγ. < αρχ. Ἑρμῆς κερδῷος `που φέρνει κέρδος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες