Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κερατοειδής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερατοειδής -ής -ές [keratoiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ χιτώνας και ως ουσ. ο κερατοειδής, ο εξωτερικός διαφανής χιτώνας που περιβάλλει το βολβό του ματιού.

[λόγ. < ελνστ. κερατοειδής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go