Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κερατίτιδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερατίτιδα η [keratítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού.

[λόγ. < γαλλ. kératite < αρχ. κερατ- (κέρας) -ite = -ίτις > -ίτιδα (διαφ. το ελνστ. κερατῖτις `που έχει κέρατα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go