Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερατάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερατάς ο [keratás] Ο1 : (προφ.) 1. (υβρ.) ο απατημένος σύζυγος. ΠAΡ Kάλλιο να λεν τον κερατά, παρά τον κακομοίρη, και από τη βρισιά ακόμη ο οίκτος είναι χειρότερος. || (επέκτ.) βλάκας, κορόιδο: Εγώ σαν τον κερατά δουλεύω όλη μέρα. ΦΡ του κερατά!, αν είναι δυνατό!, ως έκφραση αγανάκτησης ή για κτ. αυτονόητο. 2. άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης· παλιάνθρωπος: Mε γέλασε ο ~. || (συναισθ.) για μικρό παιδί πολύ έξυπνο και ζωηρό: Είναι αυτός ένας ~!

[μσν. κερατάς < κέρατ(ον) -άς (σύγκρ. κερασφόρος)]

[Λεξικό Κριαρά]
κερατάς ο.
  • 1) Ο απατημένος σύζυγος:
    • (Φορτουν. Γ´ 229
    • (ως βρισιά):
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 179).
  • 2) ?Παρωνυχίδα:
    • (Προδρ. I 20).

[<ουσ. κέρατον + κατάλ. άς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες