Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερασιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερασιά η [kerasá] Ο24 : οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο με λευκά άνθη, καρπός του οποίου είναι το κεράσι: Kάτω από τις ανθισμένες κερασιές. || το ξύλο της κερασιάς: Tραπεζάκι από ~.

[μσν. *κερασιά (πρβ. μσν. κερασά) < ελνστ. κερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κέρασος ὁ (ανατολ. προέλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κερασιά η· κερασά.
  • Το οπωροφόρο δέντρο κερασιά:
    • (Ιερακοσ. 3372).

[μτγν. ουσ. κερασία. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες