Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεραμοσκεπή
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεραμοσκεπή η [keramoskepí] Ο29 : σκεπή από κεραμίδια.

[λόγ. κεραμο- + σκεπή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεραμοσκεπής -ής -ές [keramoskepís] Ε10 : για οικοδόμημα του οποίου η στέγη καλύπτεται από κεραμίδια: ~ ναός. ~ βασιλική. || ~ στέγη.

[λόγ. κεραμο- + -σκεπής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go