Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεραμιδαριό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεραμιδαριό το [keramiδarjó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το κεραμοποιείο, κυρίως στις ΦΡ τα ΄κανε ~: α. τα έσπασε, τα κατέστρεψε όλα. β. απέτυχε παταγωδώς. θα γίνει ~!, ως απειλή.

[κεραμίδ(ι) -αριό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go