Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κενώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κενώνω [kenóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) αδειάζω.

[λόγ. < αρχ. κεν(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κενώνω· χενώνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Αδειάζω, χύνω:
      • όσα θέλεις κένωνε εις πίθον τρυπημένον (Προδρ. II 19-10 χφ H κριτ. υπ.
      • αντί νερού τα δάκρυά μου τα εκένωνα (Λίβ. Esc. 3544).
    • 2) Εξαντλώ:
      • εκένωσες τους θησαυρούς εκ της πολλής δαπάνης (Ριμ. Βελ. ρ 84).
    • 3) Μεταφέρω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω:
      • Εκένωσαν, ηφέρασιν τους μίσσους έμπροσθέν τους (Φλώρ. 374 κριτ. υπ).
  • II. Μέσ.
    • 1) Μένω άδειος, απαλλάσσομαι από κ.:
      • εάν το υποζύγιον … εχενώθην απέ το γομάριν του (Ασσίζ. 36212).
    • 2) Χύνομαι, τρέχω, κυλώ:
      • ετσακίστην το γαλευτήριν και εχενώθην το γάλαν (Μαχ. 3218).

[αρχ. κενόω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες