Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κενόδοξος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κενόδοξος, επίθ.
  • Ματαιόδοξος, αλαζόνας, φαντασμένος:
    • ο γαρ εκδιηγούμενος ιδίας αριστείας κενόδοξος λογίζεται υπό των ακουσάντων (Διγ. Z 3500).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Mαταιοδοξία, αλαζονεία:
      • ρίξε το το κενόδοξον, άφες το επηρμένον (Λίβ. N 1467).
    • 2) «Mεγαλεία»:
      • γην την αυτού και τα λαμπρά και το κενόδοξόν του (Βέλθ. 358).

[μτγν. επίθ. κενόδοξος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κενόδοξος -η -ο [kenóδoksos] Ε5 : ο ματαιόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. κενόδοξος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες