Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεντροδεξιός -ά -ό [kendroδeksiós] Ε2 : 1. που ανήκει στη δεξιά πτέρυγα της πολιτικής παράταξης του κέντρου: Kεντροδεξιό κόμμα. Kεντροδεξιοί ψηφοφόροι. 2. (ως ουσ.) α. η κεντροδεξιά, η δεξιά πτέρυγα της πολιτικής παράταξης του κέντρου. β. ο κεντροδεξιός, αυτός που ανήκει στην κεντροδεξιά.
[λόγ. κεντρο- + δεξιός]



