Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντράδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κεντράδι το.
  • 1) Mπολιασμένο δέντρο:
    • τρία κεντράδια ελές (Bαρούχ. 4782).
  • 2) Mπόλιασμα:
    • ελαίαν … οπού έχει ένα κεντράδι στη ρίζα (αυτ. 4783).

[<ουσ. κεντρί + κατάλ. άδι. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες