Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεντιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέντια η [kéndia] Ο27 : φυτό εσωτερικού χώρου με λεπτά φοινικοειδή φύλλα.

[λόγ. < νλατ. kentia < ανθρωπων. Kent (όν. Ολλανδού βοτανολόγου) -ia = -ια 2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντιά η [kendjá] Ο24 : (προφ.) τσίμπημα από αιχμηρό αντικείμενο και ο πόνος που προκαλεί.

[κεντ(ώ) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go