Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κεμπάπ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεμπάπ το [kebáp] Ο (άκλ.) : (μαγειρ.) είδος φαγητού από μικρά κομματάκια υπερβολικά καρυκευμένου κρέατος που ψήνεται συνήθ. στο φούρνο.

[τουρκ. kebap < αραβ. kebab]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go