Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεμεντζές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεμεντζές ο [kemendzés] Ο13 : η ποντιακή λύρα.

[τουρκ. kemenὀe ( [-mé-] ) (< περσ. keman `δοξάρι΄) με τόνο στη λήγουσα ίσως σε τουρκ. διάλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες