Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κελαρίτης ο.
-
- Αποθηκάριος τροφίμων· μάγειρος:
- καθέζεται (ενν. ο ιεράρχης) … εις το παιδαγωγήσαι τους κελαρίτας … ποία και πόσα βρώματα προσήκει μαγειρεύσαι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 975).
[<ουσ. κελάριον + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. τον 4. αι.]
- Αποθηκάριος τροφίμων· μάγειρος: