Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κελάριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κελάριον το· κελάρι· κελάριν· κελλάριν.
  • 1) Αποθήκη τροφίμων ή κρασιού:
    • κελάριον …, ένθα τους άρτους βάλλουσι και άλλο είτι φέρουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 962).
  • 2) Δωμάτιο, καμαράκι:
    • να έρτουν (ενν. οι βατρακοί) εις το σπίτι σου και εις το κελάρι του πλάγιασμά σου (Πεντ. Έξ. VII 28· Συναδ. φ. 56v).

[μτγν. ουσ. κελλάριον. Ο τ. ι και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες