Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεκρύφαλος ο [kekrífalos] Ο20α : I. δικτυωτός κεφαλόδεσμος τον οποίο φορούσαν οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως κατά την κλασική περίοδο. II. (ζωολ.) το δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών.
[λόγ. < αρχ. κεκρύφαλος]



