Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κειμενικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κειμενικός -ή -ό [kimenikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κείμενο.

[λόγ. κείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. textuel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες