Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κειμήλιον το.
-
- Παλιό πολύτιμο αντικείμενο (που συν. έχει ιστορική αξία):
- (Δούκ. 10316).
[αρχ. ουσ. κειμήλιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Παλιό πολύτιμο αντικείμενο (που συν. έχει ιστορική αξία):



