Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεγχρίον το· κέγχριον· κεχρί· κεχρίν.
-
- Κεχρί:
- (Συναδ. φ. 77r).
[<αρχ. ουσ. κέγχρος + κατάλ. ‑ίον. Ο τ. κεχρί στο Meursius (‑ή) και σήμ.]
- Κεχρί:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αρχ. ουσ. κέγχρος + κατάλ. ‑ίον. Ο τ. κεχρί στο Meursius (‑ή) και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |