Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κβάντο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κβάντο το [kvándo] Ο39 : (φυσ.) στοιχειώδες ποσό ενέργειας που συνιστά την ακτινοβολούμενη ενέργεια ενός υλικού σώματος· σύμφωνα με τη θεωρία των κβάντων τα ποσά αυτά έχουν διακεκριμένες τιμές, που καθορί ζονται από το είδος των ατόμων από τα οποία αποτελείται το υλικό σώμα που ακτινοβολεί.

[λόγ. εν. < νλατ. quanta πληθ. του λατ. quantum `πόσο;΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κβαντομηχανική η [kvandomixanikí] Ο29 : (φυσ.) κλάδος της μαθηματικής φυσικής που ασχολείται με την κίνηση των ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων και άλλων υποατομικών σωματιδίων από τα οποία απαρτίζονται τα άτομα: H ~ αποτελεί νεότερο κλάδο της φυσικής και διαφοροποιείται από την κλασική μηχανική του Nεύτωνα.

[λόγ. κβάντ(ο) -ο- + μηχανική μτφρδ. αγγλ. quantum mechanics]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες