Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καύσος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καύσος ο [káfsos] Ο18 : (ιατρ.) αίσθημα καψίματος που προκαλείται από κάποια οργανική αιτία: Στο έλκος παρουσιάζεται έντονο αίσθημα καύσου.

[λόγ. < αρχ. καῦσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες